- φωκαρία
- ἡ, Ασύζυγος που ασχολείται με τα οικιακά και, κυρίως, με τη μαγειρική.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. focaria «μαγείρισσα, νοικοκυρά», θηλ. τού επιθ. focarius, -a, -um «οικιακός» (< focus «εστία, οίκος»)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φωκάριον — και φωκάριν, τὸ, Α φωκαρία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. focarium, ουδ. τού επιθ. focarius, a, um «οικιακός» (< focus «εστία, οίκος»)] … Dictionary of Greek